-
1 грузооборот
η κίνηση των φορτίων, ο όγκος των φορτίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грузооборот
-
2 πρόσω
A f.l. for πρὸ ἕω in Th.4.103); poet. [full] πρόσσω; also [full] πόρσω, Pi., Trag.; later [dialect] Att. [full] πόρρω Pl., X., Com., Oratt. ( πρόσω should be restored in S.Fr.858.3 and πόρσω in E.Rh. 482): Th. never uses the word.—Regul. [comp] Comp. and [comp] Sup. προσωτέρω, πορρωτέρω, προσωτάτω, πορρωτάτω, v. προσωτέρω: poet. [comp] Comp.πόρσιον Pi.O.1.114
: [comp] Sup.πόρσιστα Id.N.9.29
. Adv.: ([etym.] πρό).A abs.:I of Place, generally with a notion of motion, forwards, onwards, π. ἄγειν, φέρειν, Il.18.388, Od.9.542, etc.; [δοῦρα] ὄρμενα πρόσσω Il.11.572
; ἵπποι πρόσσω μεμαυῖαι ib. 615;πρόσω ἵεσθε 12.274
, etc.;π. πᾶς πέτεται 16.265
; π. κατέκυψε ib. 611;π. ἀΐξας 17.734
; π. τετραμμένος αἰεί ib. 598;νέμεσθαι π. Hdt.3.133
; παραγγεῖλαι, πέμψαι π., A.Ag. 294, 853; βῆναι, ἕρπειν π., S.Tr. 195, 547; μὴ πόρσω φωνεῖν speak no further, Id.El. 213 (lyr.);μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pi.O.1.114
: with Art.,πορεύεσθαι αἰεὶ τὸ πρόσω Hdt.7.30
, cf. 9.57; also ἰέναι τοῦ π. X.An.1.3.1;ἤϊε αἰεὶ ἐς τὸ π. Hdt.3.25
.II of Distance, far off,παπταίνειν τὰ πόρσω Pi.P.3.22
; ;ὡς ἀπ' ὀμμάτων, πρόσω S.OC15
; πρόσω λεύσσειν to see at a distance, Id.Fr.858.3;πόρρω ποι ἀπεσκοποῦμεν Pl.R. 432e
;ἐγγύς, οὐ πρόσω βεβηκώς E.Ph. 596
;ἡ δέ γ' Εὔβοια.. παρατέταται μακρὰ πόρρω πάνυ Ar.Nu. 212
;εἴτ' ἐγγύς, εἴτε πόρρω Pl. Prt. 356e
;πόρρω που ἐκτὸς ὄντι Id.R. 499c
, etc.; πόρρω ποιεῖν τι leave at a distance, Anaxil.22.18, cf. Herod.6.90 (dub.);πάνυ π. γενέσθαι X.Cyr.4.3.16
; τὰ σκέλη κινεῖν ταχὺ καὶ π., of a runner, Arist.Rh. 1361b24;οἱ πόρρω βάρβαροι Id.EN 1149a11
.2 too far, καὶ νῦν ἴσως πόρρω ἀποτενοῦμεν [τὸν λόγον] Pl.Grg. 458b;οὐ πόρρω ἐθελήσαιμ' ἂν πιεῖν Id.Smp. 176d
.III of Time, forward, πρόσσω καὶ ὀπίσσω, v. ὀπίσω 11;χρόνος.. ἰὼν πόρσω Pi.O.10(11).55
; of continuance, A. Eu. 747; hereafter, Pi.P.3.111; ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα as late as possible, Id.N.9.29; ἤδη πόρρω τῆς ἡμέρας οὔσης far spent, Aeschin.3.122; μέχρι πόρρω till late, Arist.HA 581a26.B c. gen.:I of Place, further into,π. τοῦ ποταμοῦ προβαίνειν X.An.4.3.28
, cf. Hp.Mul.1.2: esp. metaph., προβήσεσθαι πόρρω μοχθηρίας will go far in wickedness, X.Ap.30; π. ἀρετῆς ἀνήκειν to have reached a high point of virtue, Hdt.7.237;οὕτω πόρρω σοφίας ἥκεις Pl.Euthd. 294e
;πόρρω σοφίας ἐλαύνειν Id.Euthphr.4b
, cf. Grg. 486a, Cra. 410e, Ly. 204b; π. τέχνης a past master, Ar. V. 192 (v. infr. 11);π. πάνυ ἐλάσαι τῆς πλεονεξίας X.Cyr.1.6.39
: also with Art.,προβήσομαι ἐς τὸ π. τοῦ λόγου Hdt.1.5
;ἐς τὸ π. οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων Id.3.56
; ἐς τὸ π. μεγάθεος τιμῶνται are honoured to a high point of greatness, i.e. very greatly, ib. 154.II of Distance, far from,οὐ π. τοῦ Ἑλλησπόντου Id.5.13
;οὐ π. Σπάρτης πόλις E.Andr. 733
;στάντες οὐ πόρρω τῶν βωμῶν Pl.Lg. 800d
, cf. X.An.3.2.22, etc.: metaph.,π. δικαίων A.Eu. 414
; πόρρω τέχνης,= οὐκ ἀπὸ τέχνης, i. e. φύσει, Ar.V. 192 (acc. to Sch., sed v. supr. B. 1);π. τοῦ χειρίσματος Hp.Art.11
;οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φθέγγομαι Pl.Phdr. 238d
; πόρρω που τῶν ἐμαυτῷ πεπολιτευμένων far below them, D.18.299;πόρρω εἶναι τοῦ οἴεσθαι Pl.Phd. 96e
;πόρρω τῶν πραγμάτων Isoc.4.16
;πόρρω τοῦ διαφθείρειν Id.15.240
; ; π. σαρκός very far (i. e. different) from, Arist.HA 504b11, cf. Pl.R. 581e: also folld. byἀπό, ἐξαναχωρέειν π. ἀπὸ τῶν φορτίων Hdt.4.196
; ;ἀπὸ τοῦ τείχους X.Cyr.5.4.49
; also οὕτω πόρρω εἶ περὶ τοῦ δικαίου so far out in your notions of right, Pl.R. 343c.III of Time, ὡς πρόσω ἦν τῆς νυκτός far into the night, Hdt.2.121.δ; ὡς π. τῆς νυκτὸς προελήλατο Id.9.44
;διαλέγεσθαι πόρρω τῶν νυκτῶν Pl.Smp. 217d
;λίαν π. ἔδοξε τῶν νυκτῶν εἶναι Id.Prt. 310c
;ἐκάθευδον μέχρι π. τῆς ἡμέρας X.HG7.2.19
;βιότου πόρσω E.Alc. 910
(lyr.);π. ἤδη ἐστὶ τοῦ βίου, θανάτου δὲ ἐγγύς Pl.Ap. 38c
;ὀψὲ καὶ π. τῆς ἡλικίας Plu.Dem.2
.2 οὐ π. ἑπτὰ ἡμερέων not longer than.., Hp.Epid.4.38. -
3 κατα-λαμβάνω
κατα-λαμβάνω (s. λαμβάνω), 1) ergreifen, erfassen, festhalten; τοῦ κατὰ νῶτα λαβών Od. 9, 43, öfter in tmesi; von der Krankheit, κατέλαβε νοῠσός μιν, Her. 3, 149; Sp.; καταλαμβανόμενος ὑπὸ πολεμίων Plat. Legg. XII, 944 c; τῇ χειρὶ τὸν ὀφϑαλμόν, zuhalten, Theaet. 165 b; – einnehmen, besetzen, κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν ὡς ἐπὶ τυραννίδι Thuc. 1, 126; Ar. Lys. 263; übertr., κατέλαβον τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν Plat. Rep. VIII, 560 b; Pol. 3, 104, 3 u. A.; ὁ δὲ Πειραιεὺς ἦν κατειλημμένος Isocr. 18, 17; στρατόπεδον, ein Lager beziehen, Thuc. 2, 81; πάντα φυλακαῖς, besetzen, Plut. Pericl. 33. – Auch im med., für sich einnehmen, κατελάβετο τὴν πόλιν Pol. 1, 58, 2, öfter; so τὰ πρήγματα Her. 6, 39; selbst perf. so, κατειλημμένων τὴν πέτραν τῶν βαρβάρων D. Sic. 17, 85; aber Andoc. 1, 19 lies't Bekker λαμβανόμενος τῶν γονάτων für die vulg. καταλ. – Aehnl. ἕδρας καταλαβεῖν, Platz nehmen, Ar. Eccl. 86; ϑέαν καταλαμβάνειν, einen Platz zum Schauen einnehmen, Luc. de salt. 5; – Μιλτιάδεα τὰ πρήγματα καταλαμψόμενον ἀποστέλλουσι, daß er den Oberbefehl übernehme, Her. 6, 39, der es auch von Schriftstellern braucht, vorwegnehmen, früher erzählen, τὰ δὲ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο, τουτέων μνήμην ποιήσομαι 6, 55; – χρήματα, mit der Nebenbdtg des Wegnehmens, Ar. Lys. 624. – 2) festhalten, zurückhalten, hemmen; καταλαβεῖν αὐξανομένην τὴν δύναμιν Κύρου Her. 1, 46; τὸ πῦρ 1, 87; ἴσχε καὶ καταλάμβανε σεωυτόν, halte dich zurück, 3, 36; τὰς διαφοράς 7, 9, 2, Streitigkeiten beilegen; auch ἐρίζοντας, 3, 128, die Streitenden beschwichtigen; pass., ὁ τῶν Περσέων ϑάνατος οὕτω καταλαμφϑεὶς ἐσιγήϑη 5, 21, er wurde unterdrückt u. verschwiegen; ἤ που ὑπὸ φυγῆς καταληφϑέν, irgendwo zurückgehalten, Plat. Rep. VI, 496 b. – Erzwingen, befehlen, ἀνάγκη κατείληφεν Plat. Legg. VII, 814 d; τὰ ταῖς ζημίαις ὑπὸ νόμων κατειλημμένα 823 a; – πίστι καὶ ὁρκίοισι καταλαβόντες αὐτούς, sie durch Eide verpflichtend, bindend, Her. 9, 106; Thuc. 4, 86; ὅρκῳ κατειλημμένοι 1, 9; εὗρε τὰς σπονδὰς κατειλημμένας, festgestellt, im Ggstz von μετακινητὴ ὁμολογία, 5, 21; Sp. öfter, wie D. Hal. 3, 24 Luc. D. Mar. 10, 1. – Den Schuldigen ergreifen, verurtheilen u. bestrafen, Ggstz von ἀφεῖναι, Antiph. 2 δ 11, von ἀπολύω, 4 δ 9; καταλαμβάνεσϑαι ὑπὸ τῶν νόμων 4 γ 2 u. öfter. – 3) ergreifen, ertappen, betreffen, finden; καταλαμβάνομεν τὸν.Σωκράτη ἄρτι λελυμένον Plat. Phaed. 59 e; ἀνεῳγμένην καταλ. τὴν ϑύραν Conv. 174 d; κατελάβομεν περιπατοῠντα Prot. 314 e, wir trafen ihn beim Spazierengehen; ὡς ἐπ' αὐτοφώρῳ καταληψόμενος ἐμαυτὸν ἀμαϑέστερον ἐκείνων ὄντα Apol. 22 b; καταλαβὼν ἐν Βοσπόρῳ μοχϑηρὰ τὰ πράγματα καὶ τῶν φορτίων πολλὴν ἀπρασίαν Dem. 34, 8; τὴν Σπάρτην ἔρημον Pol. 9, 8, 5; φεῦγε, πρὶν τὸν τοξότην ἥκοντα καταλαβεῖν Ar. Thesm. 1209; Eur. Cycl. 259 κατελήφϑη πωλῶν τὰ σά; Luc. Alex. 37 hat so auch das med. – Beim Aufnehmen eines Inventariums vorfinden, Inscr. 160; vgl. Böckh Att. Seew. p. 8. – 41 mit dem Geiste erfassen, auffassen, begreifen; κατειλήφαμεν αὐτὸ διὰ τῆς ἐνεργεστάτης αἰσϑήσεως Plat. Phaedr. 250 d; Phil. 16 d; Sp., wie Pol. 8, 4, 6; ἐκ τούτου κατέλαβον τοῦ φάσματος, ὅτι νίκην αὐτοῖς σημαίνει τὸ δαιμόνιον D. Hal. 5, 46; auch im med., 2, 66. – 5) wie bes. von unglücklichen Ereignissen (s. 1), die plötzlich über Einen kommen, gesagt wird εἰ δέ τινας ξυμφορὰ καταλαμβάνοι, Plat. Legg. IX, 873 a, öfter, vgl. Eur. Hipp. 1161, κίνδυνος Dem. 18, 99, Sp., so ist καταλαβοῦσα ξυμφορή ein eintreffendes Unglück, Her. 4, 161, u. so öfter; begegnen, treffen, τὸν πατέρα κατέλαβε πρῆγμα τοιόνδε 9, 93; εἰ ὑμέας καταλελάβηκε ἀδύνατόν τι 9, 60; πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς καταλαβεῖν Thuc. 4, 20; καταλελάβηκέ με τοῦτο εἰς ὑμέας ἐκφῆναι, es traf mich, ich fühlte mich gedrungen, euch dies kund zu thun, Her. 3, 65; ἕνα κατέλαβε ὑβρίσαντα τάδε ἀποϑανεῖν, es traf sich, daß er starb, eigtl. den Einen ergriff das Sterben, 3, 118, vgl. 4, 105. 6, 38; τὰ καταλαβόντα, was sich zugetragen hat, die Begebnisse, = dem att. συμβάντα, 9, 49; ähnl. Thuc. ἢν δέ γε ἄλλος πόλεμος καταλάβῃ, 2, 54, wie 2, 18; Sp., τὰ ἐκ τοῦ ϑεοῦ κατειληφότα Paus. 10, 23, 7, öfter; τῆς νυκτὸς καταλαβούσης, als die Nacht eingetreten war, D. Sic. 20, 86; D. Hal. 5, 44 u. a. Sp.; χειμῶνος ἤδη καταλαμβάνοντος, der Winter stand bevor, Hdn. 7, 2, 18, öfter. – Selten vom Glücke, wie τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις Her. 3, 139. – Im pass. vrbdt Thuc. 7, 57 ἐν τοιαύταις ἀνάγκαις κατειλημμένος.
-
4 диаграмма
το διάγραμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > диаграмма
-
5 страхование
η ασφάλισ/ηгосударственное - κρατική/δημόσια -имущественное - ακινήτου για ζημιές απόδιάφορες αιτίες (πυρός, θύελλαςοχημάτωνκ λπ.)морское - η ναυτασφάλεια, ηναυτασφάλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > страхование
-
6 ἀξία
A worth, value,τῶν φορτίων Hdt.4.196
;τοῦ τιμήματος τῆς ἀξίας E.Hipp. 623
;ἡ ἀ. τοῦ δούλου Pl.Lg. 936d
; then, simply, money-value, price, amount,κατ' ἀξίην ἑκάστου ἀδικήματος ἐδικαίευ Hdt.1.100
;ὑποτελέειν ἀξίην βασιλέϊ Id.4.201
; τῆς ἀ. τιμᾶσθαι estimate the penalty at the real amount, Pl.Ap. 36b, cf. e; ; προσάπτειν ἑκάστῳ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἀ. τοῦ πάθους ib. 876d;μὴ κατ' ἀξίαν τῆς οὐσίας X. Cyr.8.4.32
;σκοποῦμαι.. εἰ ἄρα ὥσπερ τῶν οἰκετῶν, οὕτω καὶ τῶν φίλων εἰσὶν ἀξίαι Id.Mem.2.5.2
; κατὰ τὴν τῆς ὀλιγωρίας ἀ. according to the amount of his neglect, Decr. ap. D.18.74; ἡ κατ' ἀ. ἰσότης proportionate equality, Arist.Pol. 1302a8; τὸ κατ' ἀ. ἴσον ib. 1301b30;παρὰ τὴν ἀ. Id.EN 1122b29
,al.2 of persons, reputation, dignity, Th.6.68, D.13.18, cf. 18.63;ἡ τῆς ἀρχῆς ἀ. Pl.Lg. 945b
; ἡ τῆς ἀ. τιμή ib. 744b; οἱ ἐπ' ἀξίας persons of dignity, official personages, Luc.Nigr.24; ἐξεπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀ. with great dignity, pomp, Plb.38.8.6;κατὰ δουλικὴν ἀξίαν κοσμεῖσθαι D.S.5.40
.3 generally, a man's due, merit, deserts,τὴν μὲν ἀ. οὐ λάμψεαι, ἐλάσσω δὲ τῆς ἀξίης Hdt.7.39
;εἰ τῆς ἀ. ἐτύγχανες Ar.Av. 1223
; κατ' ἀξίαν according to desert or merit, duly, E.Hec. 374, Pl.R. 496a, cf. Phd. 113e, al.; ὑπὲρ τὴν ἀ. beyond desert, undeservedly, E.HF 146, D.2.3; παρὰ τὴν ἀ., οὐ κατ' ἀ., Th.7.77, cf. D.1.23.b penaliy, τὴν ἀ. ἀποτίνειν, ὑπέχειν, Luc. DMort.30.1, Pisc.8.4 moral value, Stoic.3.30: pl., Cleanth.ib. 1.129.II estimate of a thing's worth, opinion,κατὰ τὴν ἰδίαν ἀ. D.S.14.10
, cf. 107; esp. estimate of the moral value of actions,αἱ τῶν ἐκτὸς ἀξίαι Arr.Epict.1.2.7
, cf. 1.25.17. -
7 θῡμός
θῡμός, ὁ (ϑύω, Plat. Crat. 419 e ἀπὸ τῆς ϑύσεως καὶ ζέσεως τῆς ψυχῆς), die aufwallende, sich bewegende Lebenskraft; – 1) Leben, Lebenskraft, Lebensfülle, deren Sitz in der Brust, στῆϑος, u. bestimmter im Zwerchfell, φρένες ist; ϑυμὸν ἀποπνείων, das Leben aushauchend, Il. 4, 524. 13, 654; τὸν μὲν λίπε ϑυμός, ihn verließ das Leben, 4, 470; λίπε δ' ὀστέα ϑυμός 12, 386; auch von Ochsen, Od. 4, 140; ϑυμὸς ῷχετ' ἀπὸ μελέων Il. 13, 671; ἐξαίνυτο ϑυμόν, er raubte das Leben, 4, 531; ἄμφω ϑυμὸν ἀπηύρα 6, 17; μή τις ἐκ ϑυμὸν ἕλοιτο 17, 17; ῥεϑέων ἐκ ϑυμὸν ἕληται 5, 317; μή σε βάλω, ἀπὸ δὲ μελιηδέα ϑυμὸν ἕλωμαι, das süße Leben dir nehme, 22, 68; auch von Thieren, 12, 180; εἵως φίλον ὤλεσε ϑυμόν, bis er das Leben verlor, 11, 342; αὐτὸς δ' ὤλεσε ϑυμὸν ὑφ' Ἕκτορος 17, 616; ὀλίγος δ' ἔτι ϑυμὸς ἐνῆεν 1, 593; ϑυμοῦ δευομένους, des Lebenshauches ermangelnd, von Thieren, 3, 294; μόγις δ' ἐςαγείρετο ϑυμόν, er sammelte die Lebensgeister, kam wieder zu sich, 21, 417, wie ἐς φρένα ϑυμὸς ἀγέρϑη, der Geist sammelte sich wieder in das Zwerchfell, 22, 475, u. ἄψοῤῥόν οἱ ϑυμὸς ἐνὶ στήϑεσσιν ἀγέρϑη 4, 152; vom Pferde ἀπὸ δ' ἔπτατο ϑυμός 16, 469; vom Hirsche Od. 10, 163; von der Taube ὠκὺς δ' ἐκ μελέων ϑυμὸς πτάτο Il. 23, 880. Seltner mit ψυχή verbunden, wie ϑυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών Il. 11, 334. Vgl. noch βέλος δ' ἔτι ϑυμὸν ἐδάμνα, der Wurf betäubte ihn noch, 14, 439. Selten so bei den Folgdn; οὕτω τὸν αὑτοῠ ϑυμὸν ὁρμαίνει πεσών, von Agamemnon, der im Sterben ist, Aesch. Ag. 1361. Bei Eur. Bacch. 621 ist ϑυμὸν ἐκπνέων, ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο vom lebhaften Athem bei der Anstrengung zu verstehen; Rhes. 786 αἱ (ἵπποι) ἔρεγκον ἐξ ἀντηρίδων ϑυμόν. – Der Lebensmuth u. die frische Kraft wird durch Anstrengung geschwächt; dah. τείρετο δ' ἀνδρῶν ϑυμὸς ὑπ' εἰρεσίης, ihre Seele wurde matt, Od. 10, 78; ἐν δέ τε ϑυμὸς τείρεϑ' ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ Il. 17, 744. – Wie aber der Athem schneller u. hörbarer wird bei heftigen Gemüthsbewegungen, πάτασσε δὲ ϑυμὸς ἑκάστου νίκης ἱεμένων Il. 23, 370, vgl. 7, 216 (wir sagen: das Herz schlug ihnen), so bedeutet ϑυμός – 21 die auch sinnlich wahrnehmbare Begierde, die Aeußerung des Begehrungsvermögens u. des Willens, zunächst – a) Verlangen, Trieb, Neigung; nach Speise u. Trank; πιέειν ὅτε ϑυμὸς ἀνώγοι Il. 4, 263; ἔπιόν ϑ' ὅσον ἤϑελε ϑυμός 9, 117; οὐδέ τι ϑυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης 1, 468; πλησάμενος δ' ἄρα ϑυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od. 17, 603; ἤραρε ϑυμὸν ἐδωδῇ 14, 111; ἄδος τέ μιν ἵκετο ϑυμόν Il. I1, 88. Sehr geläufig sind die Vrbdgn ϑυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει, Il. 6, 439, βαλέειν δέ ἑ ϑυμὸς ἄνωγεν, 8, 322, das Herz trieb ihn zu schießen, τά με ϑυμὸς ἐνὶ στή-ϑεσσι κελεύει, 7, 68, κραδίη καὶ ϑυμὸς κελεύει, 13, 784, ἵετο ϑυμῷ, 2, 589, βαλέειν δέ ἑ ἵετο ϑυμός, 8, 301, οἷ ϑυμὸς ἐβούλετο, 15, 596, εἴ τοι ϑυμὸς ἐπέσσυται, 10, 173, ϑυμὸς ἐφορμᾶται πολεμίζειν, 13, 73, Σαρπηδόνα ϑυμὸς ἀνῆκεν τεῖχος ἐπαΐξαι, 12, 307; vom Löwen κέλεται δέ ἑ ϑυμός 12, 300; – ᾡ ϑυμῷ εἴξας ἐμίγη φιλότητι, seiner Neigung nachgebend, Il. 9, 594; ἀέκοντί γε ϑυμῷ 4, 43. – Pind. ϑυμὸς ὀτρύνει, ὥρμαινε, OI. 3, 26. 40, ϑυμῷ ἐϑέλων I. 5, 40; κλαῦσαι ὅσον μοι ϑυμὸς ἡδονὴν φέρει, soviel ich will, Soph. El. 278; ϑυμῷ βουλόμενοι, von Herzen wünschend, Her. 5, 49, der auch vrbdí ἤ σφι ϑυμὸς ἐγένετο ϑεήσασϑαι τὸν πόλεμον, sie bekamen Luft, 8, 116; vgl. ὠνέεσϑαι τῶν φορτίων τῶν σφι ἦν ϑυμὸς μάλιστα 1, 1; ἀπελαύνετε ὅποι ὑμῖν ϑυμός Xen. Cyr. 3, 1, 37. – b) Muth, der sich auch durch lebhaftes Athmen äußert, als besondere Thätigkeit der Lebenskraft erscheint, vgl. σφῶϊν δ' ἐν γούνεσσι βαλῶ μένος ἠδ' ἐνὶ ϑυμῷ Il. 17, 451; μένεος δ' ἐμπλήσατο ϑυμὸν ἀγρίου 22, 312; ϑυμὸς ἄναλκις 16, 355; ὤτρυνε μένος καὶ ϑυμός 20, 174; ϑυμὸν λαμβάνω, Muth fassen, Od. 10, 461; ἵππος δ' ἐν τοῖσι δεινοῖς ϑυμὸν οὐκ ἀπώλεσεν, verlor den Muth nicht in der Gefahr, Soph. El. 26; ϑυμὸς ἀμυνίας Ar. Equ. 568; ϑυμὸν ἔχε ἀγαϑόν, habe guten Muth, Her. 1, 120; Sp., wie Luc. Hermot. 4; φρονήματος καὶ ϑυμοῦ ἐμπίπλαται καὶ ἀνδρειότερος γίγνεται αὐτὸς αὑτοῦ Plat. Rep. III, 411 c, vgl. II, 357 b; ἴωμεν ῥώμῃ καὶ ϑυμῷ ἐπὶ τοὺς πολεμίους Xen. Cyr. 4, 2, 21; auch ϑυμοὶ κυνῶν, Plut. Symp. 5, 7, 5; nach Plat. defin. 415 e ὁρμὴ βίαιος ἄνευ λογισμοῦ. – c) Zornmuth, Zorn; δάμασον ϑυμὸν μέγαν, bändige, mäßige deinen Zorn, Il. 9, 496; ϑυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ βασιλῆος 2, 196; vgl. μάλα ϑυμὸν χολώϑη, er wurde zornig im Herzen, 4, 494, ϑυμὸν ἐχώσατο 16, 616, νεμεσίζεσϑαι ἐνὶ ϑυμῷ 17, 254, ἀπειλήσω τόγε ϑυμῷ 15, 212. So ϑυμὸς ὀξύς Soph. O. C. 1195; ϑυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων Eur. Med. 1047; ϑυμὸν δσκών, den Grimm verbeißend, Ar. Nubb. 1351; ὶν' ἐγὼ γελάσω καὶ τὸν ϑυμὸν κατάϑωμαι Vesp. 567, u. meinen Unwillen unterdrücke; σχάσον ϑυμοῦ πνοάς Eur. Phoen. 457; ϑυμὸν ἐπανάγειν Her. 7, 160; οἱ λογισμῷ ἐλάχιστα χρώμενοι ϑυμῷ πλεῖστον ἐς ἔργον καϑίστανται Thuc. 2, 11; ὀργῆς καὶ ϑυμοῦ μεστοί Isocr. 12, 81; οἱ τῷ ϑυμῷ πραχϑέντες φόνοι Plat. Legg. IX, 867 b; τοῖς ϑυμοῖς καὶ ταῖς ὀργαῖς Phil. 47 e; ϑυμῷ μᾶλλον ἢ λογισμῷ Pol. 2, 35, 3; Sp., ὀργῇ καὶ ϑυμῷ χρώμενος Hdn. 8, 4, 1, εὐϑὺς ἐξέῤῥηξε τὴν ὀργὴν καὶ τὸν ϑυμὸν ἐξέχεε Luc. de calumn. 23. Von Pferden, Xen. Hipp. 9, 2. – d) übh. Empfindung, Gefühl, wo wir gew. Herz sagen; von der Freude, χαίρω ϑυμῷ Il. 14, 156, γήϑησε δὲ ϑυμῷ 7, 189, Αἰνείᾳ ϑυμὸς ἐνὶ στήϑεσσι γεγήϑει 13, 494, γηϑήσειν κατὰ ϑυμόν 13, 416; Trauer, ἄχνυτο δέ σφιν ϑυμὸς ἐνὶ στήϑεσσι 14, 39, ἀκαχίζω ϑυμῷ 6, 486; vgl. κῆρ ἄχνυται ἐν ϑυμῷ 6, 524, ὀδύρεο σὸν κατὰ ϑυμόν 24, 549, ἄχος κραδίην καὶ ϑυμὸν ἱκάνει 1, 17; Furcht, δέος ἔμπεσε ϑυμῷ 17, 625, δεῖσε δ' ὅγ' ἐν ϑυμῷ 8, 138; Unwillen erregen, τῇ δ' ἄρα ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσιν ὄρινεν 3, 395; Mitleid erregen, rühren, 24, 467; Hoffnung, οἷ ϑυμὸς ἐέλπετο 12, 407, Τρωσὶν δ' ἔλπετο ϑυμὸς ἐνὶ στήϑεσσιν ἑκάστου 15, 701, ἔλπετο ϑυμῷ 17, 404, οὐκ ἔλπετο ὃν κατὰ ϑυμόν 13, 8; – ϑυμὸν ἔϑελξε Il. 15, 321; die Neigung gewinnen, besänftigen, ἐμῷ κεχαρισμένε ϑυμῷ, meinem Herzen, 5, 243; ἐγὼ τὴν ἐκ ϑυμοῦ φίλεον, von Herzen lieben, 9, 343; ἀπὸ ϑυμοῦ εἶναι, vom Herzen fern, nicht geliebt sein, 1, 562; ἐκ ϑυμοῦ πίπτειν, aus dem Herzen fallen, ihm verhaßt werden, 23, 595; vgl. ἔρωτι ϑυμὸν ἐκπλαγεῖσα Eur. Med. 8; ϑυμὸς πρόφρων, ἵλαος, Il. 8, 39. 19, 178, ἀπηνής Od. 23, 97, νηλεής II. 19, 229, σιδήρεος 22, 357, ἄπιστος 23, 72; σιδηρόφρων Aesch. Spt. 52; γελανής, ἀταλός, Pind. P. 4, 181 N. 7, 92; ὑψηλόφρων Eur. I. A. 919. – 31 Gesinnung, Sinn; ἕνα φρεσὶ ϑυμὸν ἔχοντες Il. 15, 710; τόνδε νόον καὶ ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσιν ἔχοντες 4, 309; ἶσον ϑυμὸν ἔχοντες, gleiche Gesinnung hegend, 17, 720; auch von Ochsen, 13, 704, vgl. οὐδὲ λύκοι τε καὶ ἄρνες ὁμόφρονα ϑυμὸν ἔχουσιν 22, 263; δόκησε δ' ἄρα σφίσι ϑυμὸς ἃς ἔμεν, so dünkte ihnen ums Herz, zu Muthe zu sein, Od. 10, 415; vgl. noch αἰδῶ ϑέσϑ' ἐνὶ ϑυμῷ Il. 15, 561. – 41 Gedanke, Erwägung; ἕτερός με ϑυμὸς ἔρυκε, ein anderer Entschluß hielt mich zurück, Od. 9, 302; ἥδε δέ οἱ κατὰ ϑυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή Il. 2, 5; φράζετο ϑυμῷ 16, 646; ἐν ϑυμῷ δ' ἐβάλοντο ἔπος, sie überlegten es, 15, 566; Aesch. τοὺς ἐμοὺς λόγους ϑυμῷ βάλε Prom. 708; μή νυν ἔτ' αὐτῶν μηδὲν ἐς ϑυμὸν βάλῃς Soph. O. R. 975; οὐδέ γ' ἐς ϑυμὸν φέρω, ich bringe ihn mir nicht in die Gedanken, kann mich seiner nicht erinnern, El. 1347; – σύνϑετο ϑυμῷ βουλήν Il. 7, 44; ὃς σάφα ϑυμῷ εἰδείη τεράων 12, 228; ᾔδεε γὰρ κατὰ ϑυμόν 2, 409; οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ ϑυμόν 4, 163; οὐδ' ἃς τοῦ ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσιν ἔπειϑον 9, 587. – Nach Homer herrscht die Bdtg des Begehrungsvermögens, Willens vor, gew. mit der Nebenbdtg des heftig Erregten.
-
8 θυμος
I.ὅ [θύω II]1) дыхание жизни, жизненное начало, жизнь, т.е. душа, духτὸν λίπε θ. Hom. — его оставила жизнь;
θυμὸν ἀποπνείων Hom. — испуская дух, т.е. умирая;ὀλίγος ἔτι θ. ἐνῆν Hom. — чуть теплилась (во мне) жизнь;θυμοῦ δευόμενοι Hom. — бездыханные (ягнята)2) воля, (горячее) желание, стремлениеθ. ἐστί или γίγνεταί μοι Her. — мне хочется, мне нравится;
ὠνέεσθαι τῶν φορτίων τῶν σφι ἦν θ. μάλιστα Her. — те из товаров, какие им больше всего хотелось купить;οἱ θ. ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι Hom. — дух его стремился (ему хотелось) стяжать славу;ἤθελε θυμῷ εἰσιδέειν φύλοπιν Hom. — (Ахилл) горячо желал увидеть сражение;ἐμοὴ αὐτῷ θ. ἐφορμᾶται πολεμίζειν Hom. — во мне самом кипит желание сразиться;βαλέειν ἑ ἵετο θ. Hom. — было страстное желание поразить его;ὥς σοι θ. Soph. — по твоему желанию, как тебе угодно3) потребность, голод, жажда, аппетит4) душа, сознаниеᾔδεε κατὰ θυμὸν ἀδελφεὸν ὡς ἐπονεῖτο Hom. — (Менелай) знал в душе (ясно сознавал), как взволнован брат;
λόγους θυμῷ βαλεῖν Aesch. — запечатлеть слова в памяти5) душа, чувства, мысли, образ мыслей, настроениеθ. πρόφρων Hom. — открытая душа, откровенность;
ἕνα θυμὸν ἔχειν Hom. — быть охваченным одними чувствами, чувствовать одно и то же;χαίρειν (ἐν) θυμῷ Hom. — внутренне радоваться;ἄλγος или ἄχος ἱκάνει θυμόν Hom. — печаль наполняет душу;ἄχνυτό σφιν θ. ἐνὴ στήθεσσιν Hom. — опечалилось у них сердце в груди;νεμεσιζέσθω ἐνὴ θυμῷ Hom. — пусть (каждый из ахейцев) вознегодует душой;τινὴ θυμὸν ἐνὴ στήθεσσιν ὀρίνειν Hom. — встревожить кому-л. душу;ἀπὸ θυμοῦ εἶναι Hom. — быть нелюбимым;δέος ἔμπεσε θυμῷ Hom. — страх проник в душу (Идоменея)6) смелость, отвага, мужество(μένος καὴ θ. Hom.)
θυμὸν λαμβάνειν Hom. — воспрянуть духом, собраться с мужеством;θυμὸν ἔχειν ἀγαθόν Her. — быть бодрым7) реже pl. гнев, злоба(μέγας Hom., NT.; ὀξύς Soph.; τῶν πρεσβυτέρων οἱ θυμοὴ ὀξεῖς μέν, ἀσθενεῖς δέ Arst.)
τὸν θυμὸν ἐπανάγειν Her. — возбуждать гнев;θυμὸν καταθέσθαι Arph. — унять (свой) гнев;ὅ οἶνος τοῦ θυμοῦ NT. — крепкое вино8) страсть (у Plat. «животная» часть души, τὸ ἐπιθυμητικόν, делилась на θ. страсть и ἐπιθυμία вожделение) Arst.II.(ῠ) ὅ [θύω I]1) (= θύμον См. θυμον) тимьян Plut. -
9 эксперт
ο εμπειρογνώμον/αςο πραγματογνώμοναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эксперт
-
10 ὠνέομαι
A , Ar.Ach. 815, Pax 1261, Lys.22.22, [dialect] Dor. ὠνασοῦμαι (v. infr.):—in [dialect] Att. usu. with the syllabic augment,ἐωνούμην Eup.184
, And.1.134,ἀντ-εωνεῖτο X. Oec.20.26
, etc.: butὠνέετο Hdt.3.139
,ὠνέοντο Id.1.69
,ὠνούμην Lys. 7.4
codd.,ἀντ-ωνεῖτο And.1.134
,ἐξ-ωνεῖτο Aeschin.3.91
: [tense] aor. 1ἐωνησάμην Plu.Cic.3
;ὠνησάμην Hp.Ep.17
, Plu.Nic.10, Luc.Herm.81; part.ὠνησάμενος Plb.4.50.3
, D.H.7.20: ὠνήσασθαι not in Attic inscrr. earlier than IG22.1035.8 (i B. C.), ἐπριάμην being used in [dialect] Att.; ὠνησάμην in the prov.Χῖος δεσπότην ὠνήσατο Eup.269
: [tense] pf. ἐώνημαι in act. sense, Ar.Pl.7, Lys.7.2 (so [tense] plpf.ἐώνητο D.37.5
); also as [voice] Pass. (v. infr. 11): [tense] aor. in pass. sense (v. infr. 11) ἐωνήθην; [tense] fut. in pass. senseἀπ-ωνηθήσεται Theopomp.Com.84
: this verb is usu. replaced in later Gr. by ἀγοράζω:—buy, purchase, opp.πωλέω, πιπράσκω; πῶ τις ὦν ὄνον ὠνασεῖται; Sophr.125
; but in [tense] pres. and [tense] impf. (which are the tenses most in use), offer to buy, bargain or bid for a thing,ὄφρ' ἄλλων ὠνῇ κλῆρον Hes.Op. 341
; ὠνέεσθαι τῶν φορτίων wished to buy some of their wares, began to bargain for them, Hdt. 1.1; Κροῖσός σφι ὠνεομένοισι ἔδωκε gave it them when they offered to buy, ib.69; τὰς νήσους οὐκ ἐβούλοντο ὠνευμένοισι πωλέειν ib. 165, cf. 3.139, 6.121; ὀκτὼ λάβοις ἄν (sc. ὀβολούς); Answ. εἴπερ ὠνεῖ τὸν ἕτερον if you are willing to buy the other fish, Alex.16.10, cf. 78.7; ;ὠ. τὰς γυναῖκας παρὰ τῶν γονέων Hdt.5.6
, cf. Pl.Prt. 313d, 313e, D.9.48;ἀπό τινος Ach.Tat. 5.17
: c. dat. pers., buy from.., Ar.Ach. 815, Pax 1261; also ὠ. ἐκ Κορίνθου buy goods from Corinth, X.HG7.2.17:ὠ. ἐξ ἀγορᾶς Id.An. 3.2.21
; metaph., καιρόν, σπονδάς ὠ., Plu.Sert.6, Hdn.6.7.9;ὠ. μὴ ἀδικεῖσθαι τοὺς ἐμπόρους D.8.25
; c. gen. pretii, buy for so much, Hdt. 5.6, cf. E.Hec. 360, X.An.7.6.24; ψυχῆς at the price of life, Heraclit. 85: also c. dat., buy with.., : abs., X.Mem.2.10.4, Ages.1.18: esp. in partic., by purchase,Id.
An.2.3.27, cf. 5.5.14, etc.; also ὁ ὠνούμενος the buyer, purchaser,ὁρῶντος τοῦ ὠνουμένου Id.Eq.3.2
, cf. Plu. Cat.Mi.36; ὁ ἐωνημένος the owner by purchase (of a slave), Ar.Pl.7;ὁ ὠνησάμενος Plu.2.242d
; ὁ ὠνησόμενος the intending purchaser, Din. 3.10: metaph.,χάριτας πονηρὰς ὠ. E.Hel. 902
;ὅσα ἄνθρωποι ἄθλων ὠνοῦνται X.Hier.9.11
;εὔνοιαν παρά τινος D.12.20
;ὠ. τὰς αὑτῶν ψυχὰς παρὰ τῶν ἐχθρῶν Lys.28.9
:—in A.Supp. 337 Robortello restored ὄνοιτο.2 bid for, purchase the farming of public taxes or properties,λ ταλάντων And.1.134
, Lys.7.2 (in part. [tense] pf. [voice] Pass. with trans. sense);τέλη παρὰ τῆς πόλεως X.Vect.4.19
, etc.;ὠ. μέταλλα D.19.293
;τὸν ἐωνημένον τὴν ἰλὺν ἐκκομίσασθαι IG12.94.20
, cf.ὠνή 11
.3 buy off, avert by giving hush-money,ὠ. τὸν κίνδυνον D.38.20
; τὰ ἐγκλήματα ib.8; ταλάντου τὸ πλημμέλημα (i.e. its penalty)παρά τινος Luc.Herm.81
.4 ὠ. τινα to buy a person, of one who bribes, D.18.247;ὠνεῖται καὶ διαφθείρει τινάς Id.9.45
, cf. Plu.Phil.15.II sts. used as [voice] Pass., dub. in [tense] pres. since [ ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα] is interpol. in Pl.Phd. 69b; occasionally in [tense] pf., part. , Is.11.42, D.19.209 (but indic.ἐώνηνται Anon.
ap. Arist.Rh. 1410a19 is [voice] Act. in sense): [tense] plpf. (troch.); also in [tense] aor.ἐωνήθην X.Mem.2.7.12
,ὠνηθῇ Id.Vect.4.19
; part.ὠνηθείς Is.6.19
, Pl.Sph. 224a, Lg. 850a.III [voice] Act. [tense] pf. part. ἐωνηκώς, = ἐωνημένος, Lys.Fr.135S.: [tense] aor. ὠνῆσαι· ἀγοράσαι, Zonar.: [tense] pres. ὠνεῖν· πωλεῖν, ἀπολαύειν, Hsch.: the sense πωλεῖν is Cretan, ὠνῆν τὰ χρήματα they shall sell the property, Leg.Gort.5.47; αἰ δέ τις.. τὸ νόμισμα μὴ λείοι δέκετθαι ἢ καρπῶ ὠνίοι if any one refuses the currency or sells for produce, SIG525.8 (Crete, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠνέομαι
-
11 избыток
η περίσσειατο περίσσευμα, το πλεόνασμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > избыток
-
12 подъёмник
ο ανελκυστήρας, ο αναβατήρας, ο ανυψωτήρας, разг. το ασανσέρ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подъёмник
-
13 счетчик
ο μετρητής2. (учётчик груза) мор. о σημειωτήςο καταμετρητής, ο μετρητής των φορτίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > счетчик
-
14 βλάβη
A harm, damage, A.Pr. 763, IG12.18, etc.;πεπονθέναι.. ἐς βλάβην φέρον S.OT 517
; τίς β.; c. inf., Id.OC 1187;οἷς ἦν ἐν β. τειχισθέν Th.5.52
;προσκαλοῦμαί σε.. βλάβης τῶν φορτίων Ar.V. 1407
; β. θεοῦ mischief from a god, E. Ion 520, cf. S.Ant. 1104; of a person, ἡ πᾶσα β. who is naught but mischief, Id.El. 301, cf. 784, Ph. 622: pl.,ἐν ὄμμασιν βλάβας ἔχω A.Ag. 889
, cf. Eu. 799; αἱματηρὰς θηγάνας, σπλάγχνων βλάβας νέων ib. 859.2 βλάβης δίκη an action for damage done, D.21.25; β. τετραπόδων damage done by eattle, Plu. Sol.24;β. τῶν θηρίων Id.2.642b
(pl.);οἰκῆος καὶ δούλης τὴν β. εἶναι ὀφείλειν Sol.
ap. Lys.10.19;οἱ περὶ τῆς β. νόμοι.. ἁπλοῦν τὸ βλάβος κελεύουσιν ἐκτίνειν D.21.43
; διπλῆν τὴν β. ὀφείλειν ( ὀφλεῖν Meier) Din.1.60, cf. Foed.Delph.Pell.1 B7. -
15 καταλαμβάνω
A (in pass.sense, A.D.Synt. 48.9), [dialect] Ion.- λάμψομαι Hdt.6.39
, [dialect] Aeol. - λᾱμψομαι dub. in Alc.Supp. 5.9 (v. λαμβάνω): [tense] pf. , etc. ( (Carpathos, iv B. C.)),- λελάβηκα Pherecyd.Syr.
ap. D.L.1.122, Hdt.3.42 (v.l. -λελαβήκεε):—[voice] Pass., [dialect] Ion. [tense] aor.- ελάμφθην Id.5.21
; (Zelea, iv B. C.): [tense] pf. in med. sense, D.S.17.85:—seize, lay hold of, c. acc.,τοῦ κατὰ νῶτα λαβών Od.9.433
, cf. Ar.Lys. 624, etc.;κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν Th.1.126
, cf. Hdt.5.71, Ar.Lys. 263(lyr., tm.), Isoc.4.153, etc. (metaph., τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν κ. Pl.R. 560b); πάντα φυλακαῖς κ. Plu.Per.33;κ. ἕδρας Ar.Ec.21
, 86; φάσκων Ποσειδῶ πρότερον Ἀθηνᾶς καταλαβεῖν αὐτήν (sc. τὴν πόλιν) Isoc.12.193; later, simply, arrive at a place, POxy. 1829 (vi A. D.), etc.:—[voice] Med., seize for oneself,τὰ πρήγματα Hdt.6.39
; τὰ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο matters which others had not preoccupied, ib.55: freq. in Plb.,κ. λόφον 1.19.5
, al.:—[voice] Pass., of a person, ὑπὸ τοῦ θεοῦ καταληφθείς possessed, Plot. 5.8.11.2 of death, fatigue, disaster, etc.,τὸν δὲ κατ' ὄσσε ἔλλαβε.. θάνατος Il.5.82
;Ἄργον.. κατὰ μοῖρ' ἔλαβεν.. θανάτοιο Od.17.326
: c. dupl. acc., ;Δίκη καταλήψεται ψευδῶν τέκτονας Heraclit.28
; befall, overtake,συμφορὰ κ. πόλεις E.Hipp. 1161
: freq.in Hdt., ; πένθεα μεγάλα τοὺς Αἰγυπτίους κ. ibid., cf. 3.42; ὅσα φεύγοντας ἐκ τῆς πατρίδος κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν may be expected to befall them, 4.11; : folld. by inf.,νοῦσός τινα κ. νοσῆσαι 3.149
, cf. 3.75; πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς κ. Th.4.20;κίνδυνος κ. τινά D.18.99
; rarely of good fortune,τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις Hdt.3.139
.3 seize with the mind, comprehend, Pl.Ax. 370a, Chrysipp.Stoic.2.39, Plb.8.2.6, Ev.Jo.1.5 (perh. overcome); κάλλος διὰ τῆς [ ὄψεως] Pl.Phdr. 250d;ἐκ τοῦ φάσματος ὅτι.. D.H.5.46
, cf. Arr.Epict.1.5.6:—so in [voice] Med., D.H.2.66, S.E.M.7.288;ὅτι.. Act.Ap.4.13
;τί τὸ πλάτος Ep.Eph.3.18
:— [voice] Pass., Phld.Sign.22, Mus.p.62K., Numen. ap. Eus.PE14.8.II catch, overtake, come up with,τοὺς φεύγοντας Hdt.1.63
, cf. 2.30, etc.:—[voice] Pass., Id.7.211, Plb.1.47.8.2 find on arrival, c. part.,τινὰ ζῶντα Hdt.3.10
;τὰ πλεῖστα.. προειργασμένα Th.8.65
;πάντα ἔξω Id.2.18
;ἀνεῳγμένην τὴν θύραν Pl. Smp. 174d
;τοὺς ἄρχοντας ἐξιόντας D.21.85
;τινὰ ἔνδον Pl.Prt. 311a
;τῶν φορτίων πολλὴν ἀπρασίαν D.34.8
;τι ὑπάρχον Arist.Top. 131a29
; detect,ἐπ' αὐτοφώρῳ ἐμαυτόν Pl.Ap. 22b
:—[voice] Pass., , cf. Ev.Jo.8.3, etc.;κατείληπτο σοφιζόμενος D.21.164
; to be taken by surprise, Plu.Publ.20.III impers., καταλαμβάνει τινά c. inf., it happens to one, it is one's fortune to..,καταλαμβάνει μιν φεύγειν Hdt.2.152
, cf. 3.118;καταλελάβηκέ με.. τοῦτο.. ἐκφῆναι Id.3.65
, cf. 4.105, 6.38.IV abs., πρὸς τὴν καταλαβοῦσαν συμφορήν that had befallen, Id.4.161; τὰ καταλαβόντα, = τὰ συμβάντα, what had happened, the circumstances, Id.9.49;ἢν πόλεμος καταλάβῃ Th.2.54
, cf. 18;εἰ -λαμβάνοι ἀναχώρησις Id.4.31
; τῆς νυκτὸς -λαμβανούσης as night was coming on, D.S.20.86;Χειμῶνος ἤδη -λαμβάνοντος Hdn.7.2.9
.V hold down, cover,τῇ Χειρὶ τὸν ὀφθαλμόν Pl.Tht. 165b
;τὰς Χεῖρας Plu.Sert.26
; fasten down,κ. πῶμα γόμφοις Id.2.356c
, cf. Gal.13.358 (so in [voice] Med., D.S.3.37):—[voice] Pass., to be compressed, opp. διαλύεσθαι, Arist.Pr. 870b11;τὰς φλέβας -λαμβανόμενοι Id.Somn.Vig. 455b7
.2 keep under, repress, check,κ. τινῶν αὐξανομένην τὴν δύναμιν Hdt.1.46
; κ. τὸ πῦρ get it under, ib.87;ἴσχε καὶ κ. σεωυτόν Id.3.36
; κ. τὰς διαφοράς put an end to them, Id.7.9.β; κ. ἐρίζοντας stop their quarrelling, Id.3.128: folld. by inf.,κ. τοὺς Αἰγυπτίους ταῦτα μὴ ποιέειν Id.2.162
; ὁ τῶν Περσέων θάνατος καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη inquiries about their death being checked.., Id.5.21.b κ. τὸ πνεῦμα hold the breath, Gal.6.176, al.3 bind,κ. πίστι καὶ ὁρκίοισι Hdt.9.106
;ὅρκοις Th.4.86
, etc.:—[voice] Pass.,εἴ τινι -λέλαμμαι ὅρκῳ SIG360.41
([place name] Chersonesus); νόμοις, ἔθεσι κατειλημμένα enforced, Arist.Pol. 1324b22; ; [ τὰς σπονδὰς] ηὗρε κατειλημμένας he found the treaty concluded, Th.5.21 codd.4 compel, constrain one to do, c. inf., ἀναγκαίη μιν κ. φαίνειν forces him to bring out the truth, Hdt.3.75:—[voice] Pass., ἀναγκαίῃ καταλαμβανόμενος being constrained, Id.2.65, cf. Th.7.57.5 convict, condemn, Antipho 2.4.11; opp. ἀπολύειν, Id.4.4.9;ἐὰν καταληφθεὶς ἀποθάνω Id.2.2.9
, cf. IG12(2).526A20 (Eresus, iv B. C.); of the prosecutor, secure a conviction, Rev.Phil.1928.192 (Erythrae, v B. C.); (Teos, ii B. C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλαμβάνω
-
16 φορτίον
φορτ-ίον, τό,A load, burden, freight, Sapph.Supp.9.13 (pl.), Alc.Supp.26.1, Ar.Pl. 352, Lys. 312, X.Mem. 3.13.6, An.7.1.37, al., Lycurg.96, Aq.2 Ki.15.33;λιβανωτικὰ φ. OGI132.11
(Alexandria, ii B. C.);φέρων ἀνθράκων φ. Ar.Ach. 214
(lyr.);φ. βαστάζειν Teles p.10H.
2 pl., wares, merchandise, Hes.Op. 643, 693, Hdt.1.1, 2.179, al., Ar.Ach. 899, 910, V. 1398, Ra. 573, Hyp.Ath.6.b esp. of agricultural produce, crops, PRev.Laws 43.14, al. (iii B. C.), PTeb.105.24 (ii B. C.), etc.4 metaph., μεῖζον φ. ἢ καθ' αὑτὸν αἰρόμενον taking too heavy a burden upon him, D.11.14;μέγα τὸ φ. Antiph.3
;οὐκ ἔστιν οὐδὲν βαρύτερον τῶν φορτίων.. γυναικός Id.329
;οὔτοι τὸ γῆράς ἐστιν.. τῶν φ. μέγιστον Anaxandr.53
;τὸ φ. μου ἐλαφρόν ἐστιν Ev.Matt.11.30
; χρυσοῦν φ., of wealth, Secund.Sent.9. ([var] Dim. only in form, commonly used for φόρτος in Com. and Prose; wrongly condemned as un-Attic by Moer.p.393 P., Thom.Mag.p.16R.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορτίον
-
17 πεζεύω
πεζεύω, zu Fuße gehen, gew. zu Lande reisen; ἐπὶ γαίας πόδα πεζεύων, Eur. Alc. 872; Xen. An. 5, 5, 4; διὰ τῆς ϑαλάσσης, Isocr. 4, 89; öfter in späterer Prosa, wie N. T.; Luc. rhet. praec. 18; ἡ πεζευομένη ὁδός, Weg zu Lande, Strab. 6, 3, 5; τινὰ τῶν φορτίων πεζεύεται ταῖς ἁρμιιμάξαις, 4, 1, 14; οἱ πεζεύοντες, die Landmacht, Arist. pol. 7, 6; auch πεζεύειν τὴν ϑάλατταν, das Meer wie festes Land behandeln, zu Fuß über das Meer wie über festes Land gehen, Jac. Philostr. imagg. p. 252.
-
18 κλητήρ
κλητήρ, ῆρος, ὁ, der Rufende, Einladende, der Herold, Gerichtsdiener, Aesch. Suppl. 617 Spt. 556; bes. der den Angeklagten vor Gericht ladet, Ar. Av. 147. 1422; der Zeuge, den man anruft zur Bekräftigung, daß man einen dritten vor Gericht lade; so sagt Ar. Vesp. 1408 προςκαλοῠμαί σε πρὸς τοὺς ἀγορανόμους βλάβης τῶν φορτίων, κλητῆρ' ἔχουσα τουτονί, huncce antestata; daher vrbdt Plat. προςκλήσεων καὶ κλητήρων, Legg. VIII, 846 b; κλητῆρας ἔχων προςεκαλεσάμην τουτονί Dem. 34, 13; vgl. Harpocr.; der Name dieses Zeugen mußte in der Anklageschrift aufgeführt werden, vgl. ἀπρόςκλητος. S. Meier u. Schömann Att. Proceß S. 576 ff. – Bei Ar. Vesp. 189. 1310 komisch von einem Packesel.
-
19 ὠνέομαι
ὠνέομαι, impf. ἐωνούμην, aor. ἐωνησάμην, wofür die guten Attiker lieber ἐπριάμην brauchen ( ὠνήσατο Eupol. bei Ath. VI, 266 f ist bedenklich, s. Lob. Phryn. 128), perf. ἐώνημαι, Ar. Plut. 7, ist auch oft pass., wie der aor. ὠνηϑεῖσα, Is. 6, 19, ὠνη-ϑὲν ἢ πραϑέν Plat. Legg. 850 a, vgl. Soph. 224 a, ein act. ἐωνηκώς wird aus Lys. angeführt B. A. 95, – kaufen, erkaufen; pachten, Hes. O. 343; öfter bei Her.; mit dem dat. der Person, von der man Etwas kanst, ὠνήσομαί σοι Ar. Ach. 780; τούτῳ γ' ἐγὼ τὰ δόρατα ταῦτ' ὠνήσομαι Pax 1327; gew. παρά τινος, Plat. Prot. 313 e u. oft; Ggstz πωλεῖν Legg. V, 741 b u. sonst; ἐξ ἀγορᾶς, auf dem Märkte kaufen, Xen. An. 3, 2,21; der Preis steht im gen., μισϑοῦ τινος γάμους ὠνουμένη Eur. El. 1090; ὅςτις ἀργύρου μ' ὠνήσεται Hec. 360; Xen. An. 3, 1,20 u. öfter. – Bes. öffentliche Abgaben od. Zölle pachten, Andoc. 1, 134; τέλη παρὰ τῆς πόλεως Xen. vect. 4, 19; vgl. Wolf Dem. Lpt. 281; Böckh Ath. Staatshaush. I p. 122. 359. – Kaufen wollen, um Etwas handeln, auf Etwas bieten, τῶν φορτίων Her. 1, 1; so 1, 68. 69. 165. 3, 139. – Erkaufen, bestechen, τινά, Dem. 18, 247; auch τὰ ἐγκλήματα ἐωνοῦντο, sie wandten durch Bestechung Anklagen ab, 38, 8. 20.
-
20 αντιδοσις
- εως ἥ1) воздаяние, возмещение, отплата(ὕβρεως Luc.)
2) обмен(αἰχμαλώτων Diod.)
αἱ τῶν φορτίων ἀντιδόσεις Diod. — товарообмен;ἀ. κατ΄ ἀναλογίαν Arst. — пропорциональный обмен3) антидоза, обмен имуществом (афинск. гражданин, считавший, что возложенная на него обществ. обязанность сопряжена с непосильными для него расходами, мог предложить своему более богатому согражданину на выбор: или принять эту обязанность на себя, или поменяться имуществом) Lys., Isocr., Dem., Arst., Plut.καλεῖσθαί τινα εἰς ἀντίδοσιν τριηραρχίας Xen. — вызывать кого-л. в суд по поводу принятия на себя (вместо другого) триерархии;
καταστῆναι χορηγὸς ἐξ ἀντιδόσεως Dem. — принять на себя обязанности хорега в порядке антидозы
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ανακάλυψη των σωματιδίων — Τα άτομα, που συμπεριφέρονται ως αδιαίρετα σ. στα χημικά φαινόμενα, παρουσιάζουν την πολυπλοκότητα τους στα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα. Κάθε άτομο αποτελείται πράγματι από ένα πυρήνα, που φέρει θετικό ηλεκτρικό φορτίο και ο οποίος περιβάλλεται… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
διατήρησης, αρχή της- — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική και αναφέρεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία σε όλα τα φαινόμενα που αφορούν την εξέλιξη ενός κλειστού συστήματος στον χρόνο, ένα ή περισσότερα φυσικά μεγέθη διατηρούν σταθερή την τιμή τους. Ένας νόμος… … Dictionary of Greek
πιεζοηλεκτρισμός — Ιδιότητα ορισμένων κρυστάλλων να εκδηλώνουν επιφανειακές διανομές ηλεκτρικών φορτίων αντίθετου σημείου, με την επίδραση μηχανικών ελαστικών παραμορφώσεων (ευθύ πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο), ή, αντίστροφα, να παραμορφώνονται, όταν υποβάλλονται στην… … Dictionary of Greek
ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και … Dictionary of Greek
γραμμοϊόν — Ποσότητα ιόντων, μονατομικών ή πολυατομικών, ίση με εκείνη των ατόμων του ισοτόπου του άνθρακα 12(12C)που περιέχονται σε 0,0120 kg του ισοτόπου αυτού. Πιο σωστά ονομάζεται mole ιόντων και ισούται με 6,023x1023 ιόντα (αριθμός Αβογκάντρο). Ο… … Dictionary of Greek
ημιαγωγοί — Ύλες που έχουν ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από εκείνη των μετάλλων, αλλά όχι τόσο χαμηλή όπως στην περίπτωση των μονωτών. Η θεωρία της αγωγιμότητας ταξινομεί ως η. τις ύλες εκείνες, στις οποίες η ενεργειακή διαφορά στάθμης μεταξύ γειτονικών… … Dictionary of Greek